- μωροπιστία
- η1) легковерность; 2) ротозейство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μωροπιστία — η το γνώρισμα, η ιδιότητα τού μωρόπιστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη] … Dictionary of Greek